- σαρακοφάγωμα
- το, -ατοςδιάβρωση από σαράκι.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
σαρακοφάγωμα — το, Ν διάβρωση, καταστροφή τού ξύλου από σαράκι, σαράκιασμα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σαράκι + φάγωμα] … Dictionary of Greek